- διαφιημι
- διαφίημιδι-αφίημι(fut. διαφήσω, aor. διαφῆκα) распускать, отпускать
(τὸ στράτευμα Xen.; τέν δύναμιν Dem.; πάντας εἰς τέν χειμασίαν Polyb.; τοὺς συμμάχους Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ στράτευμα Xen.; τέν δύναμιν Dem.; πάντας εἰς τέν χειμασίαν Polyb.; τοὺς συμμάχους Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαφίημι — (Α) 1. διαλύω, απολύω, αποπέμπω 2. επιτρέπω την αποχώρηση … Dictionary of Greek
διαφίεμεν — διαφίημι dismiss imperf ind act 1st pl (homeric ionic) διαφίημι dismiss pres ind act 1st pl διαφί̱εμεν , διαφίημι dismiss imperf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφίησι — διαφίημι dismiss pres ind act 3rd sg διαφίημι dismiss pres subj act 3rd sg (epic) διαφίημι dismiss pres subj mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφίησιν — διαφίημι dismiss pres ind act 3rd sg διαφίημι dismiss pres subj act 3rd sg (epic) διαφίημι dismiss pres subj mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφεικότα — διαφίημι dismiss perf part act neut nom/voc/acc pl διαφίημι dismiss perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφειμένων — διαφίημι dismiss perf part mp fem gen pl διαφίημι dismiss perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφεῖναι — διαφίημι dismiss aor inf act διαφίημι dismiss aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφῶ — διαφίημι dismiss aor subj act 1st sg διαφίημι dismiss aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφῶμεν — διαφίημι dismiss aor subj act 1st pl διαφίημι dismiss aor subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπέντε — διαφίημι dismiss aor part act masc/neut nom/voc/acc dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφεθεῖσα — διαφίημι dismiss aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)